βουτυράτος

βουτυράτος
η , ο
1) приготовленный на сливочном масле; βουτυράτα παξιμάδια сливочные сухари; 2) мягкий, сочный;

βουτυράτα αχλάδια — мягкие, сочные груши


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βουτυράτος" в других словарях:

  • βουτυράτος — η, ο 1. αυτός που περιέχει βούτυρο («βουτυράτος μπακλαβάς», «βουτυράτα παξιμάδια» κ.λπ.) 2. εύχυμος και μαλακός σαν βούτυρο («αχλάδια βουτυράτα», «μπιζέλια βουτυράτα») …   Dictionary of Greek

  • βουτυράτος — η, ο 1. αυτός που γίνεται με βούτυρο: Μ’ αρέσουν πολύ τα βουτυράτα κουλουράκια. 2. αυτός που έχει γεύση βουτύρου: Τρώει όλο βουτυράτα τυριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυρένιος, -ια, -ιο — ο βουτυράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που προσομοιάζει στην υφή με βούτυρο, βουτυράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»